- ἀργυρογνωμονικός
- ἀργῠρο-γνωμονικός, ή, όν,A skilled in assaying silver, Arr.Epict.2.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αργυρογνωμονικός — ἀργυρογνωμονικός, ή, όν (Α) [αργυρογνώμων] έμπειρος, ικανός στο να δοκιμάζει, να εξετάζει τον άργυρο … Dictionary of Greek
ἀργυρογνωμονικός — skilled in assaying silver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)